- οχλοκρατικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλοκρατία, ο χαρακτηριστικός τής οχλοκρατίας.επίρρ...οχλοκρατικώς και -άμε οχλοκρατικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.